- διιχνεύω
- διιχνεύω (Α) [ιχνεύω]ανιχνεύω σε όλη την έκταση, αναζητώ με επιμονή όπως ο σκύλος τα ίχνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διιχνεῦσαι — διιχνεύω track out aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διιχνεύοντες — διιχνεύω track out pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχνεύω — (Α ἰχνεύω) αναζητώ τα ίχνη, ψάχνω για τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω, ιχνηλατώ αρχ. 1. (γενικά) ζητώ να βρω κάτι, αναζητώ 2. βαδίζω στα ίχνη κάποιου, μιμούμαι, αναπτύσσω άμιλλα προς κάποιον («ἰχνεύων ματραδελφεούς», Πίνδ.) 3. φρ. «ἰχνεύω τὰ ὄρη»… … Dictionary of Greek